ακορφολόγητος

ακορφολόγητος
-η, -ο [κορφολογώ]
αυτός που δεν κορφολογήθηκε, που δεν τού έκοψαν τις κορυφές τών βλαστών του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακορφολόγητος — η, ο 1. αυτός του οποίου δεν κόπηκαν οι κορφές, τα βλαστάρια: Το κλήμα δεν πρέπει να μείνει ακορφολόγητο. 2. αυτός του οποίου δεν πάρθηκε ό,τι καλύτερο είχε: Κι έμεινε η νια ακορφολόγητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”